στοματοσκόπιο

στοματοσκόπιο
το
όργανο για την εξέταση του στόματος και ειδικότερα των δοντιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στοματοσκόπιο — το, Ν ιατρ. όργανο με λαβή και μικρό καθρέπτη για την εξέταση τού στόματος και τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, ατος + σκόπιο*. Η λ., στον λόγιο τ. στοματοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”